Ιούλιος 2010 Η κατασκευή του οδικού άξονα που οδηγεί από την πόλη της Κοζάνης προς την Καστοριά, διερχόμενη έξω από τη Σιάτιστα και τη Νεάπολη Βοΐου, πάνω σε νέα χάραξη επέβαλε τη διενέργεια ανασκαφής σε δύο θέσεις, από τις 15 που εντοπίστηκαν συνολικά στον άξονα. Στη θέση Σταυρός Μικροκάστρου και σε γνωστό αρχαιολογικό χώρο με τειχισμένο οικισμό που εκτείνεται πάνω σε χαμηλό λόφο, διενεργήθηκε μικρή ανασκαφή έκτασης 1025 τ.μ. και διαπιστώθηκε κατοίκηση στην Ύστερη Εποχή Χαλκού.
Στη θέση Κρυοπήγαδο Αλιάκμονα εντοπίστηκαν σε δύο υψώματα αρχαιολογικά στρώματα της Εποχής Χαλκού, από την Πρώιμη έως την Ύστερη, με ύπαρξη μάλιστα μακεδονικής-δωρικής κεραμεικής με αμαυρόχρωμη διακόσμηση.
Χωρίσαμε τη μεγάλη αυτή έκταση των 27.400 τ.μ. σε τρεις τομείς. ΟΤομέας Α περιλαμβάνει το πλάτωμα και το ανατολικό πρανές του ανατολικού λόφου και οι Τομείς Β και Γ το πλάτωμα και το πρανές του δυτικού λόφου. Εκτός από τις χαράδρες και τα ρέματα, που φαίνεται ότι διαμορφώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου, σε απόσταση μόλις 100 μ. στα νότια κυλά ο Αλιάκμων ποταμός. Πέραν των σύγχρονων ανθρώπινων παρεμβάσεων, τα αρχαιολογικά στρώματα στο χώρο έχουν αλλοιωθεί και διαλυθεί δραματικά και από τις διαβρώσεις που προκλήθηκαν από τη ροή των νερών και υπήρξαν έντονες λόγω του ανώμαλου φυσικού αναγλύφου. Εκτός των προϊστορικών αρχαιοτήτων στον ίδιο χώρο υπήρξε χρήση του και πολύ μεταγενέστερα, κυρίως στο επίπεδο του ανατολικού κορυφαίου πλατώματος του Τομέα Α, όπου αποκαλύφθηκαν και τρεις ασύλητες λακκοειδείς ταφές ρωμαϊκών χρόνων με κτερίσματα γυάλινα και πήλινα αγγεία, 13 χάλκινα νομίσματα σε μία ταφή και ένα σε άλλη, από τη μερική ταύτιση των οποίων (κοπές Κώνσταντα, 337-350 μ. Χ.) προκύπτει η χρονολόγηση στον 4ο αι. μ.Χ. Συγχρόνως, διαπιστώσαμε ότι ευρήματα του τωρινού επιφανειακού στρώματος που προέκυψε από ισοπέδωση εντάσσονται στα ελληνιστικά χρόνια, διάσπαρτα ευρήματα είναι ακόμη πρωιμότερα, ενώ και τα προϊστορικά στρώματα είχαν διαταραχθεί, όπως αποδείχτηκε από την παρουσία τροχήλατης κεραμεικής.
Στο κορυφαίο πλάτωμα του Ανατολικού Λόφου (Τομέας Α), σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα που προέκυψαν συνολικά από τις τρεις ανασκαφικές περιόδους, τα προϊστορικά κατάλοιπα της ανθρώπινης εγκατάστασης μπορούν να ενταχθούν στην Εποχή Χαλκού. Η εγκατάσταση αυτή εντοπίζεται σε επιμήκη χώρο, όπου το οίκημα με τις πασσαλότρυπες, το επίμηκες όρυγμα-τάφρος στη συνέχεια με τις τρεις λιθορριπές και οι 4κατοικίες σε ορύγματα με τους 14 λάκκους νότια απ’ αυτό. Σε δύο χώρους υπήρχαν συγκεντρώσεις 130 και 18 αγγείων αντίστοιχα. Τα οικοδομικά κατάλοιπα και όποιο άλλο εύρημα που δηλώνει ανθρώπινη δραστηριότητα εντοπίζονται σε έκταση 4.200 τ.μ., ενώ με ανασκαφή ερευνήθηκαν 6.000 τ.μ.
Στην έντονα επικλινή και διαβρωμένη από τα νερά πλαγιά του Ανατολικού Λόφου (Τομέα Α) αποκαλύψαμε επίσης οικιστικά κατάλοιπα, όπως και σε μικρό ελάχιστα επικλινές πλάτωμα ανατολικά της, το οποίο χωρίζεται από αυτή από τον αγροτικό δρόμο, όπου μετά από δοκιμαστικές τομές διαπιστώσαμε ότι οι ανθρωπογενείς επιχώσεις συνεχίζονται. Φαίνεται ότι η έντονη κλίση είχε απασχολήσει τους αρχαίους κατοίκους, οι οποίοι προσπάθησαν να στηρίξουν το χώμα και να προστατέψουν από την αστάθεια τις κατοικίες τους με επιμήκη αναλήμματα τριών λιθορριπών. Στρωματογραφικά έχουμε την ίδια ακολουθία με το κεντρικό πλάτωμα του Ανατολικού Λόφου αλλά με πάχος στρωμάτων μικρότερο λόγω διάλυσης.
Η κεραμεική όλου του πλατώματος Ανατολικού Λόφου του Τομέα Α αποτελείται κυρίως από ανοικτά αγγεία, φιαλόσχημα, κυπελλόσχημα-κανθαρόσχημα και σε μικρότερο βαθμό από αγγεία ευρύστομα (λεκανίδες). Μικρή είναι η ποσότητα από αποθηκευτικά αγγεία και αξιοπρόσεκτος είναι ο μεγάλος αριθμός των μικύλλων αγγείων, κυπελλόσχημων κυρίως, και αυτών με οξυπύθμενη βάση. Μεγάλος ήταν ο αριθμός των οστράκων με αμαυρόχρωμη διακόσμηση της γνωστής κατηγορίας της μακεδονικής-δωρικής κεραμεικής, που εντοπίστηκε μόνο στο κορυφαίο πλάτωμα. Στα μικροαντικείμενα του Τομέα Α συγκαταλέγονται 151 ακέραια και τμήματα λίθινων εργαλείων, τα οστέινα και τα κέρατα ήταν λιγότερα και ελάχιστα τα κοσμήματα, ενώ δεν λείπουν τα αντικείμενα υφαντικής δραστηριότητας. Στα ειδώλια κυριαρχεί ο τύπος του αγκυρόσχημου, βρέθηκαν 194 τμήματα και 42 ακέραια, η παρουσία των οποίων είναι συχνή σε ανασκαφές μας τα τελευταία χρόνια. Σημαντικός είναι και ο αριθμός των ανθρωπόμορφων ειδωλίων (34), από τα οποία ορισμένα είναι γυναικεία και ένα προτομή.
Εξαιρετικά σημαντικό εύρημα θεωρούμε τον εντοπισμό μητρών για τη χύτευση χάλκινων μονών πελέκεων με οπή για το στέλεχος, πρώτιστα λόγω της σπανιότητας του αντικειμένου, το οποίο σηματοδοτεί για την κοινότητα της θέσης γνώση της τεχνολογίας κατασκευής τέτοιων εργαλείων με χύτευση και όχι απλή σφυρηλασία, μετά πιθανότατα από εξόρυξη και κατεργασία του μεταλλεύματος. Η δύναμη μιας τέτοιας γνώσης ισχυροποιεί την κοινότητα και αποδείχτηκε ότι το εύρημα δεν είναι μοναδικό στην περιοχή, αφού πριν λίγα χρόνια παρόμοιο τμήμα κλειστής λίθινης μήτρας για μονόστομους πελέκεις περισυλλέχτηκε από τον προϊστορικό οικισμό στα νοτιοδυτικά του χωριού των Αναργύρων στην ανατολική όχθη της Χειμαδίτιδας λίμνης. Οι χάλκινοι πελέκεις εμφανίζονται στη βόρεια Ελλάδα κατά τη Χαλκολιθική και Πρώιμη Εποχή Χαλκού και όσο πυκνώνουν τα σχετικά ευρήματα αποδεικνύεται ότι η περιοχή μας συμμετέχει στις τεχνικές εξελίξεις. Πλησιέστερα στον τόπο μας χάλκινοι πελέκεις και σμίλες έχουν εντοπιστεί στο Μάνδαλο Γιαννιτσών, στη Γόνα Θεσσαλονίκης, στα Πετράλωνα Χαλκιδικής, αλλά και στη Μαλίκη, κοντά στην Κορυτσα.
Στο πλάτωμα και στο ανατολικό πρανές του Δυτικού Λόφου (Τομείς Β, Γ) τα οικιστικά κατάλοιπα περιλαμβάνουν δύο κατοικίες σε ορύγματα. Ηκεραμεική και τα μικροαντικείμενα δεν διαφοροποιούνται, ανάμεσά τους 11 τμήματα αγκυρόσχημων ειδωλίων.
Συμπεραίνουμε ότι, παρά τα αποσπασματικά δεδομένα, που οφείλονται στη διάλυση των ανθρωπογενών επιχώσεων που προήλθε τόσο από φυσικά αίτια όσο και την ανθρώπινη παρέμβαση, ότι ο χώρος κατοικήθηκε με συνέχεια από την Πρώιμη έως την Ύστερη Εποχή Χαλκού. Μετά από αναλύσεις δειγμάτων με τη μέθοδο του C14 προέκυψαν οι χρονολογήσεις από 2.570-2460 έως 1300-1120 π.Χ. ως προωιμότερη και υστερότερη αντίστοιχα. Είναι γνωστό ότι ιδιαίτερα η Μέση Εποχή Χαλκού δεν αποτυπώνεται με σαφήνεια στην περιοχή μας, της οποίας άλλωστε η πολιτιστική φυσιογνωμία δεν έχει προσδιοριστεί και στην υπόλοιπη Μακεδονία, ενώ έχει θεωρηθεί πολιτιστικά ενιαία η εποχή που διαδέχεται την Πρώιμη Εποχή Χαλκού και έχει προταθεί αντίστοιχα η ονομασία της σε Ύστερη Εποχή Χαλκού, με διαίρεση σε δύο φάσεις. Ωστόσο, όπως γράφαμε και πριν από δέκα χρόνια, θεωρούμε βέβαιο ότι η έρευνα των τελευταίων δεκαπέντε ετών έχει φωτίσει πλέον με πολλαπλά στοιχεία τη Μέση Εποχή Χαλκού, στην κεραμεική της οποίας διακρίνουμε πλέον ιδιαίτερα στοιχεία και χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από την Πρώιμη και σαφέστερα από τις πρώιμες φάσεις της Ύστερης. Επισημαίνουμε ότι στον Νομό Γρεβενών η Μέση Εποχή του Χαλκού έχει ανιχνευθεί από την παρουσία της γκρίζας, μινυακής λεγόμενης, κεραμεικής, που αποτελεί και τη χαρακτηριστική κεραμεική της Μέσης Εποχής Χαλκού της κεντρικής και νότιας Ελλάδας και η παρουσία της εύκολα μπορεί να ερμηνευθεί λόγω της γειτνίασης με τη Θεσσαλία.
Γεωργία Καραμήτρου-Μεντεσίδη
Χαρίκλεια Λόκανα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΣΕΒΟΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΑΠΟΨΗ