Το κοράκι, μαύρο και σκοτεινό, ήρθε και στάθηκε έξω απ’ το παράθυρο κι η
μάνα βιάστηκε να το διώξει με φωνές. Το ‘χε κακό σημάδι η μάνα το
κοράκι, όπως κι όλοι σχεδόν οι άνθρωποι στα χωριά τον καιρό εκείνο κι
όλοι φοβόταν για το κακό που μπορεί να έφερνε στο σπίτι τους, αν τύχαινε
και στεκόταν κι έκρωζε στην αυλή τους. Ετούτη η μάνα είχε γέρους στο
σπίτι και τρεις θυγατέρες, που μόλις είχαν αρχίσει να μπουμπουκιάζουν,
μα δε φοβόταν γι’ αυτούς. Αυτοί ήταν εκεί, μέσα στο σπίτι της κι όσο
εκείνη τους σκέπαζε με τις φτερούγες της, τίποτα κακό δε θα τους έβρισκε
κι ας σταματούσαν χίλια κοράκια στα δέντρα της αυλής της.
Το μόνο που
φοβόταν ετούτη η μάνα ήταν για τον άνδρα της, που δεν τον είχε κοντά
της. Έλειπε χρόνια ο άνδρας της στα ξένα, όπως γινόταν πάντα στα χωριά
εκείνα που η γη, πέτρα όλη, δεν έδινε ψωμί και τα ζώα δεν έφταναν κι οι
άνδρες ξενιτευόταν. Άφηναν πίσω τις γυναίκες μοναχές τους κι αυτές
έπρεπε να φανούν άξιες και παλικάρια και να σταθούν στο πόδι τους. Μάνες
και πατεράδες στα παιδιά, που τον πατέρα πολλές φορές δεν τον θυμόταν
και φροντίδα για τους γέρους, που όλο στο σπίτι του ξενιτεμένου
ξαπόσταιναν.
Έτσι και τούτη η μάνα με τις τρεις θυγατέρες, ένα
ανοιξιάτικο πρωινό, λίγες μέρες μετά τη γιορτή του Άι-Γιώργη, χρόνια
πριν, μάζεψε τα δάκρυά της και ξέβγαλε τον άνδρα της και τους άλλους
μαστόρους με χαρές και τραγούδια ως την άκρη του χωριού, ως τα
κλαψόδεντρα. Εκεί οι γυναίκες σκόρπιζαν το νερό από τις στάμνες για να
κυλήσει κι η δουλειά σαν το νεράκι κι έσπαγαν τα κλαδιά για να ‘ναι οι
άνδρες τους γεροί σαν το ξύλο και το μπουλούκι με τους μαστόρους έφευγε
χωρίς να κοιτάξει πίσω. Ύστερα η μάνα κι η κάθε μάνα έκανε την καρδιά
της πέτρα κι ατσάλι και σήκωνε το σπίτι στους ώμους της. Μα έτσι γινόταν
πάντα στα μέρη εκείνα κι οι άνθρωποι το είχαν πλέον μάθει κι είχανε
γίνει κι αυτοί σκληροί, σαν το βουνό που τους ταξίδευε στους αιώνες.
Η μάνα έδιωξε το πουλί και πήγε ξανά στο κατώγι με τις τρεις θυγατέρες
της. Δεν τους είπε τίποτα για το κοράκι. Κι οι κόρες, όπως κι η μάνα, το
‘χαν κακό σημάδι το κοράκι, όπως κι όλοι σχεδόν οι άνθρωποι στα χωριά
τα χρόνια εκείνα. Μόνο που το είχαν δει κι εκείνες να τριγυρίζει μέρες
τώρα πάνω από την αυλή τους κι ας έκαναν τις ανήξερες. Δεν της είπαν
τίποτα. Δεν ήθελαν να την ανησυχήσουν κι άλλο. Ήταν που είχαν βδομάδες,
μήνες να λάβουν γράμμα απ’ τον πατέρα και φοβόταν. Δεν το ‘λεγαν η μία
στην άλλη, μα δεν τους άρεσε αυτή η σιωπή κι αυτό το κοράκι τριγύριζε
μέρες τώρα πάνω από τη γειτονιά τους κι όλο στα δικά τους κεραμίδια
ξαπόσταινε. Η μάνα έτρεμε, όταν το ‘βλεπε να σταματάει στην αυλή της. Το
‘χε ξαναδεί, όταν πέθανε ο πατέρας της, ξαφνικά, χωρίς κανένα λόγο,
νέος άνδρας 35 ετών, αφήνοντας ορφανά πέντε μικρά παιδιά, τέσσερα
κορίτσια και μόνο ένα γιο κι αργότερα, όταν οι Τούρκοι σκότωσαν τον
αδερφό της, τότε, πριν το ’12, όταν ζούσαν ακόμα Τούρκοι στη Μακεδονία.
Δυο φορές, σε δυο θανάτους, άνδρες μόνο. Κι ούτε γράμμα απ’ το δικό της
άνδρα, μήνες τώρα. Έλειπε κοντά δέκα χρόνια, όσα ακριβώς ήταν η μικρή
της η θυγατέρα, που τον πατέρα της δεν τον θυμόταν, μα γράμματα τους
έστελνε συχνά. Και τα διάβαζαν όλες μαζί και τα ξαναδιάβαζαν όλα κι
έκλαιγαν. Βλέπετε στα χωριά εκείνα που η γη, πέτρα όλη, δεν έδινε ψωμί
και τα ζώα δεν έφταναν κι οι άνδρες ξενιτευόταν, όλες οι γυναίκες
μάθαιναν γράμματα για να μπορούν να διαβάζουν τα γράμματα των
ξενιτεμένων τους και να τους γράφουν κι αυτές και να μη μαθαίνει τα
μυστικά τους ο παπάς κι ο δάσκαλος. Κι αν τύχαινε να πάνε κι αυτές στην
Αμερική μαζί με τους άνδρες τους εκεί οι Αμερικάνοι, έλεγαν όσοι ήξεραν,
ξεχώριζαν τις γυναίκες που ήξεραν γράμματα και τις έβαζαν να δουλέψουν
κι αυτές, σε καλύτερες θέσεις από τις άλλες που δεν ήξεραν να διαβάζουν
και να γράφουν. Όλες οι γυναίκες στα δικά τους τα χωριά ήξεραν γράμματα
κι ας ήταν πάνω στα βουνά κι ας τους κοιτούσαν με περιφρόνια κάθε φορά
που τολμούσαν να κατεβούν στη μεγάλη πόλη, εκεί που οι γυναίκες, λευκές
και όμορφες, ούτε να γράφουν ήξεραν, ούτε να διαβάζουν.
Η μάνα
βγήκε πάλι στην αυλή κι έψαξε τριγύρω για το κοράκι. Δεν το βρήκε
πουθενά εκεί κοντά και κάπως ησύχασε. Μα, καθώς γύρισε να ξαναμπεί μέσα
στο σπίτι, το είδε να στέκεται καμαρωτό πάνω στη στέγη. Ο θυμός της
φούντωσε. Δεν άντεχε να το βλέπει συνέχεια μπροστά της.
- Χάσου από
‘δω, καταραμένο, φώναξε και τρόμαξε όλο το βουνό με την κραυγή της κι
άρχισε να του πετάει πέτρες για να το διώξει.
Οι θυγατέρες της
βγήκαν στην αυλή τρέχοντας, τρομαγμένες από τις φωνές της. Νόμιζαν πως
κάτι έπαθε, κάποιος την πείραξε κι είχε βάλει τις φωνές. Δεν είδαν το
κοράκι που είχε σταθεί πάνω στα κεραμίδια. Αυτό, πριν το πετύχει η πρώτη
πέτρα, είχε κιόλας φύγει. Και δεν ξανάρθε ποτέ στο σπίτι τους, ούτε και
ξανάδαν ποτέ κοράκι από τότε.
Την άλλη μέρα πήρανε γράμμα απ’ τον
πατέρα. Το διάβασαν και το ξαναδιάβασαν, όπως συνήθιζαν, όλες μαζί κι
όλες έκλαιγαν, από χαρά ή από λύπη, δεν ήξεραν, μα δεν είχε πλέον καμία
σημασία. Είχαν πολύ δουλειά, τους έγραφε ο πατέρας, που οι μικρές δε τον
θυμόταν, γι’ αυτό άργησε να τους γράψει. Κατά τ’ άλλα ήταν καλά κι αν
ήταν τυχεροί και κυλούσε η δουλειά σαν το νεράκι το Σεπτέμβρη θα ήταν
κοντά τους κι ας είχαν περάσει κοντά έντεκα χειμώνες από την άνοιξη που
είχε φύγει. Η μάνα σκούπισε τα μάτια της και κοίταξε έξω από το
παράθυρο. Το κοράκι δεν ήταν πουθενά, μόνο κάτι σπουργίτια πετάριζαν
στην αυλή της και πείραζαν τις γάτες. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Πήρε
κι άναψε το καντήλι.
- Για να βλέπει ο Θεός το σπίτι μας, είπε κι έκανε το σταυρό της.
Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 1999
-Δημοσιεύτηκε στην ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, Ιούν-Αύγ. 1999, αρ.τ. 107, σελ. 29.
Το μόνο που φοβόταν ετούτη η μάνα ήταν για τον άνδρα της, που δεν τον είχε κοντά της. Έλειπε χρόνια ο άνδρας της στα ξένα, όπως γινόταν πάντα στα χωριά εκείνα που η γη, πέτρα όλη, δεν έδινε ψωμί και τα ζώα δεν έφταναν κι οι άνδρες ξενιτευόταν. Άφηναν πίσω τις γυναίκες μοναχές τους κι αυτές έπρεπε να φανούν άξιες και παλικάρια και να σταθούν στο πόδι τους. Μάνες και πατεράδες στα παιδιά, που τον πατέρα πολλές φορές δεν τον θυμόταν και φροντίδα για τους γέρους, που όλο στο σπίτι του ξενιτεμένου ξαπόσταιναν.
Έτσι και τούτη η μάνα με τις τρεις θυγατέρες, ένα ανοιξιάτικο πρωινό, λίγες μέρες μετά τη γιορτή του Άι-Γιώργη, χρόνια πριν, μάζεψε τα δάκρυά της και ξέβγαλε τον άνδρα της και τους άλλους μαστόρους με χαρές και τραγούδια ως την άκρη του χωριού, ως τα κλαψόδεντρα. Εκεί οι γυναίκες σκόρπιζαν το νερό από τις στάμνες για να κυλήσει κι η δουλειά σαν το νεράκι κι έσπαγαν τα κλαδιά για να ‘ναι οι άνδρες τους γεροί σαν το ξύλο και το μπουλούκι με τους μαστόρους έφευγε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Ύστερα η μάνα κι η κάθε μάνα έκανε την καρδιά της πέτρα κι ατσάλι και σήκωνε το σπίτι στους ώμους της. Μα έτσι γινόταν πάντα στα μέρη εκείνα κι οι άνθρωποι το είχαν πλέον μάθει κι είχανε γίνει κι αυτοί σκληροί, σαν το βουνό που τους ταξίδευε στους αιώνες.
Η μάνα έδιωξε το πουλί και πήγε ξανά στο κατώγι με τις τρεις θυγατέρες της. Δεν τους είπε τίποτα για το κοράκι. Κι οι κόρες, όπως κι η μάνα, το ‘χαν κακό σημάδι το κοράκι, όπως κι όλοι σχεδόν οι άνθρωποι στα χωριά τα χρόνια εκείνα. Μόνο που το είχαν δει κι εκείνες να τριγυρίζει μέρες τώρα πάνω από την αυλή τους κι ας έκαναν τις ανήξερες. Δεν της είπαν τίποτα. Δεν ήθελαν να την ανησυχήσουν κι άλλο. Ήταν που είχαν βδομάδες, μήνες να λάβουν γράμμα απ’ τον πατέρα και φοβόταν. Δεν το ‘λεγαν η μία στην άλλη, μα δεν τους άρεσε αυτή η σιωπή κι αυτό το κοράκι τριγύριζε μέρες τώρα πάνω από τη γειτονιά τους κι όλο στα δικά τους κεραμίδια ξαπόσταινε. Η μάνα έτρεμε, όταν το ‘βλεπε να σταματάει στην αυλή της. Το ‘χε ξαναδεί, όταν πέθανε ο πατέρας της, ξαφνικά, χωρίς κανένα λόγο, νέος άνδρας 35 ετών, αφήνοντας ορφανά πέντε μικρά παιδιά, τέσσερα κορίτσια και μόνο ένα γιο κι αργότερα, όταν οι Τούρκοι σκότωσαν τον αδερφό της, τότε, πριν το ’12, όταν ζούσαν ακόμα Τούρκοι στη Μακεδονία. Δυο φορές, σε δυο θανάτους, άνδρες μόνο. Κι ούτε γράμμα απ’ το δικό της άνδρα, μήνες τώρα. Έλειπε κοντά δέκα χρόνια, όσα ακριβώς ήταν η μικρή της η θυγατέρα, που τον πατέρα της δεν τον θυμόταν, μα γράμματα τους έστελνε συχνά. Και τα διάβαζαν όλες μαζί και τα ξαναδιάβαζαν όλα κι έκλαιγαν. Βλέπετε στα χωριά εκείνα που η γη, πέτρα όλη, δεν έδινε ψωμί και τα ζώα δεν έφταναν κι οι άνδρες ξενιτευόταν, όλες οι γυναίκες μάθαιναν γράμματα για να μπορούν να διαβάζουν τα γράμματα των ξενιτεμένων τους και να τους γράφουν κι αυτές και να μη μαθαίνει τα μυστικά τους ο παπάς κι ο δάσκαλος. Κι αν τύχαινε να πάνε κι αυτές στην Αμερική μαζί με τους άνδρες τους εκεί οι Αμερικάνοι, έλεγαν όσοι ήξεραν, ξεχώριζαν τις γυναίκες που ήξεραν γράμματα και τις έβαζαν να δουλέψουν κι αυτές, σε καλύτερες θέσεις από τις άλλες που δεν ήξεραν να διαβάζουν και να γράφουν. Όλες οι γυναίκες στα δικά τους τα χωριά ήξεραν γράμματα κι ας ήταν πάνω στα βουνά κι ας τους κοιτούσαν με περιφρόνια κάθε φορά που τολμούσαν να κατεβούν στη μεγάλη πόλη, εκεί που οι γυναίκες, λευκές και όμορφες, ούτε να γράφουν ήξεραν, ούτε να διαβάζουν.
Η μάνα βγήκε πάλι στην αυλή κι έψαξε τριγύρω για το κοράκι. Δεν το βρήκε πουθενά εκεί κοντά και κάπως ησύχασε. Μα, καθώς γύρισε να ξαναμπεί μέσα στο σπίτι, το είδε να στέκεται καμαρωτό πάνω στη στέγη. Ο θυμός της φούντωσε. Δεν άντεχε να το βλέπει συνέχεια μπροστά της.
- Χάσου από ‘δω, καταραμένο, φώναξε και τρόμαξε όλο το βουνό με την κραυγή της κι άρχισε να του πετάει πέτρες για να το διώξει.
Οι θυγατέρες της βγήκαν στην αυλή τρέχοντας, τρομαγμένες από τις φωνές της. Νόμιζαν πως κάτι έπαθε, κάποιος την πείραξε κι είχε βάλει τις φωνές. Δεν είδαν το κοράκι που είχε σταθεί πάνω στα κεραμίδια. Αυτό, πριν το πετύχει η πρώτη πέτρα, είχε κιόλας φύγει. Και δεν ξανάρθε ποτέ στο σπίτι τους, ούτε και ξανάδαν ποτέ κοράκι από τότε.
Την άλλη μέρα πήρανε γράμμα απ’ τον πατέρα. Το διάβασαν και το ξαναδιάβασαν, όπως συνήθιζαν, όλες μαζί κι όλες έκλαιγαν, από χαρά ή από λύπη, δεν ήξεραν, μα δεν είχε πλέον καμία σημασία. Είχαν πολύ δουλειά, τους έγραφε ο πατέρας, που οι μικρές δε τον θυμόταν, γι’ αυτό άργησε να τους γράψει. Κατά τ’ άλλα ήταν καλά κι αν ήταν τυχεροί και κυλούσε η δουλειά σαν το νεράκι το Σεπτέμβρη θα ήταν κοντά τους κι ας είχαν περάσει κοντά έντεκα χειμώνες από την άνοιξη που είχε φύγει. Η μάνα σκούπισε τα μάτια της και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το κοράκι δεν ήταν πουθενά, μόνο κάτι σπουργίτια πετάριζαν στην αυλή της και πείραζαν τις γάτες. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Πήρε κι άναψε το καντήλι.
- Για να βλέπει ο Θεός το σπίτι μας, είπε κι έκανε το σταυρό της.
Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 1999
-Δημοσιεύτηκε στην ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, Ιούν-Αύγ. 1999, αρ.τ. 107, σελ. 29.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΣΕΒΟΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΑΠΟΨΗ