Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

Κλειστόν λόγω μελαγχολίας..



  Συγγραφέας: Κώστας Μουρσελάς
 

 



Ιστορίες-αποσπάσματα ζωής που, κομμάτι κομμάτι, σελίδα τη σελίδα, φτιάχνουν ένα μυθιστόρημα.
Εποχή σύγχρονη. Σε μια μικρή πόλη που θα μπορούσε να είναι η πόλη μας, η γειτονιά μας, το σπίτι μας. Εκεί έζησαν -και ζουν- τις ιστορίες τους τα πρόσωπα του βιβλίου.

ΠΡΟΣΩΠΑ μελαγχολικά και ευάλωτα, τρυφερά και αναιδή, που μονίμως θέλουν να αποδράσουν, από τον εαυτό τους, από το σπίτι τους, από την πλήξη τους, από τη μιζέρια τους, από τη μιζέρια των γύρω τους.
ΠΡΟΣΩΠΑ που ξόδεψαν πολύ χρόνο και κόπο και δάκρυα για να αποτύχουν, να μην ευτυχήσουν.
ΠΡΟΣΩΠΑ ανικανοποίητα, που οι κινήσεις τους είναι συνήθως κινήσεις απελπισίας, για να καταλήξουν στο πουθενά, στα προσχήματα ή στις εκλογικεύσεις.
ΠΡΟΣΩΠΑ που εκείνο, κυρίως, που τα ζωντανεύει είναι η αηδία τους, το τέλμα της ζωής τους, οι συγκρούσεις τους, μαζί με το μάταιο και το γελοίο αυτών των συγκρούσεων.
Πρόσωπα που θέλουν να αποδράσουν από κάτι· από τον εαυτό τους, από το σπίτι τους, από την πλήξη τους, από τη μιζέρια τους, από τη μιζέρια των γύρω τους.
Κινήσεις απελπισίας, κινήσεις απεγνωσμένες που συνήθως καταλήγουν στο πουθενά, στα υποκατάστατα, στα προσχήματα, στις εκλογικεύσεις.
Πρόσωπα που τα βασανίζει το όραμα της αντίπερα όχθης, της άλλης μέρας, του επόμενου βήματος, που όμως δεν θα το αποτολμήσουν ποτέ.
Πρόσωπα που δεν τα προβληματίζει καμιά πολιτική, καμιά ιδεολογία. Έχουν αποδεχθεί τα πάντα, γιατί έχουν καταλήξει ότι τίποτα δεν είναι εύκολο να αλλάξει.
Πρόσωπα μοναχικά και ευάλωτα, που και γι αυτό μπορεί να τους συμβεί οποιοδήποτε κακό. Πρόσωπα που ξόδεψαν πολύ χρόνο και δάκρυα για ν αποτύχουν, που δεν ξέρουν -και δεν το ψάχνουν- γιατί δεν είναι ευτυχισμένα.
Τα υποκατάστατα τούς τροφοδοτούν τις ψευδαισθήσεις, αλλά δεν τους οδηγούν στην ευτυχία. Ιστορίες αποσπάσματα ζωής, που κομμάτι κομμάτι, φτιάχνουν ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, ενώ συγχρόνως μας πείθουν πως η ζωή είναι παρ όλ αυτά όμορφη συνήθως όμως για τους άλλους.
Δεν τους σώζει ούτε το ψέμα τους ούτε η αλήθεια τους. Τους φθείρει ένα καλύτερο αύριο που δεν έρχεται, τους αδρανοποιεί η σκέψη ότι έτσι κι αλλιώς η ζωή δεν τους οδηγεί πουθενά, τους απελπίζει που το χθες είναι ίδιο με το σήμερα.
Σιγά σιγά οι ιστορίες των ηρώων δημιουργούν μια ενιαία συνείδηση, ενοποιούν τον κόσμο, ανασυνθέτουν τις μοναξιές τους, δημιουργούν μια συλλογική μνήμη, μια γνώση, που και τα δυο οδήγησαν τον συγγραφέα στη γραφή του έργου.
Πρόσωπα τρυφερά και αναιδή που οι ακυρωμένες ζωές τους μας μελαγχολούν.
Εκείνο που τα ζωντανεύει αρκετά είναι οι συγκρούσεις τους, η αηδία τους, το ψέμα τους, αλλά και το μάταιο και το γελοίο των συγκρούσεών τους.
Καταγράφονται, χωρίς να καταγγέλλεται, μια στάσιμη κοινωνία που της λείπει η αρμονία, που βασιλεύει το ανικανοποίητο, χωρίς όμως να οδηγεί αυτά τα πρόσωπα σε κάποια διέξοδο. Πρόσωπα που σπάνια αισθάνονται ένοχα και υπεύθυνα για τη μοίρα τους, ενώ βέβαια είναι τα μόνα υπεύθυνα.
Αξιολύπητοι και οι θύτες και τα θύματα. Μελαγχολικοί και αξιολύπητοι. Εποχή σύγχρονη σε μια σύγχρονη μικρή πόλη που θα μπορούσε να είναι η πόλη μας, η γειτονιά μας, το σπίτι μας.


 

ΚΡΙΤΙΚΗ
Η Ελλάδα σήμερα κινείται με δύο ταχύτητες. Εχουμε την ταχύτητα με την οποία κινούνται η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη και έχουμε την ταχύτητα με την οποία κινείται η υπόλοιπη χώρα. Συνήθως η πρωτεύουσα και η συμπρωτεύουσα κινούνται με μεγάλες ταχύτητες ενώ η επαρχία με μικρές. Αλλά δεν είναι πάντοτε έτσι. Πολλές φορές, όπως και στο μυθιστόρημα του Κώστα Μουρσελά Κλειστόν λόγω μελαγχολίας, η επαρχία κινείται με την πέμπτη ταχύτητα, προπορευόμενη του κλεινού άστεως και της Νύμφης του Θερμαϊκού.
Εδώ, στο υπό συζήτηση μυθιστόρημα, πρωταγωνίστρια είναι μια πόλη της Βόρειας Ελλάδας που δεν κατονομάζεται. Επειδή όμως υπάρχει ένα κεντρικό καφενείο, «Η ωραία Κατερίνη», και επειδή γίνεται λόγος για τους σοφεράντζες των ΚΤΕΛ της γραμμής Γιάννενα - Γρεβενά - Κατερίνη, εικάζεται ότι είναι η Κατερίνη, μια πόλη που, έπειτα και από τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης, έχει προσλάβει μια μεταφορική σημασία, κάτι σαν καρυωτακική Πρέβεζα.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε 15 κεφάλαια-σπονδύλους που συνδέονται μεταξύ τους από τους κεντρικούς ήρωες. Στο πρώτο κεφάλαιο, «Οι γάμπες της Πηνελόπης», τίθενται οι γερές βάσεις της αφηγηματικής δομής με τον Νικήτα να λέει ιστορίες  του αρέσει να λέει ιστορίες όταν πίνει λίγο παραπάνω. Μαθαίνουμε λοιπόν για τους ήρωες Αντρίκο και Μιλτιάδη που σχεδιάζουν να το σκάσουν για το Αλμπανι της Νέας Υόρκης όπου θα ανοίξουν κουρείο και θα γεμίσουν τάλιρα.
Το σκάνε κρυφά και χρόνια αργότερα η Ευδοκία, κόρη του Νικήτα και εγγονή του Αντρίκου, σχεδιάζει να το σκάσει και αυτή με τον φίλο της τον Ρουμπή για την Αθήνα. Ο Ρουμπής την πουλάει, της κλέβει τη βαλίτσα με τα χρήματα ενώ εκείνη τον περιμένει στον σταθμό. Ακολουθεί ένα δυνατό κρεσέντο στην τελευταία σελίδα του πρώτου κεφαλαίου με την Ευδοκία, ηττημένη, να επιστρέφει σπίτι χαράματα, όπου ανακαλύπτει τη μητέρα της να πηδιέται με τον Ανέστη, έναν περαστικό πλασιέ χρυσοχόο που είναι και οικογενειακός φίλος, ενώ η γιαγιά της, σύζυγος του Αντρίκου, κρέμεται νεκρή από ένα δέντρο του κήπου όπου η Ευδοκία έπαιζε μικρή. Ετσι τελειώνει το πρώτο και μεγαλύτερο κεφάλαιο που θα μπορούσε να είναι μια σύντομη, αυτοτελής νουβέλα.
Στα υπόλοιπα κεφάλαια που ακολουθούν έχουμε έναν κόσμο που περιπλέκεται γύρω από τους ήρωες του πρώτου κεφαλαίου. Ο κόσμος αυτός αντιμετωπίζει  και προκαλεί ο ίδιος  εφιάλτες, προδοσίες, ήττες, ζήλιες, αγάπες, ξενιτεμούς, ζευγαρώματα και συνοικέσια, οικογενειακά στραπατσαρίσματα, σπαραξικάρδιες ιστορίες με νόθα παιδιά, απιστίες, πουστιές και πουτανιλίκια. Μέσα σε έναν στρόβιλο κοινωνικής απαξίωσης παρελαύνει η τρέχουσα επαρχιακή Ελλάδα: ο φιλόλογος, ο υδραυλικός, ο καλουπατζής οικοδόμος, ο κουρέας, ο σερβιτόρος, ο εργολάβος οικοδομών, ο γιατρός, ο παντοπώλης, ο ψευδοσυγγραφέας, ο αχαΐρευτος και ανερχόμενος καλλιτέχνης, ο μπαρόβιος, ο ληξίαρχος, ο τεμπέλης, ο τραμπούκος, ο φευγάτος, ο μονόχνωτος, αλλά και η όμορφη, η αμαρτωλή, η τσαχπίνα, η απελευθερωμένη, η εγκαταλειφθείσα, η προδομένη. Ολοι αυτοί, άντρες, γυναίκες και παιδιά, καρικατούρες δραματικές μιας ζωής που παράγει ταυτόχρονα θύτες και θύματα, φτιάχνουν ένα παζλ που αλληλοσυμπληρώνεται και αλληλεξαρτάται. Ολοι αυτοί οι χαρακτήρες φτιάχνουν έναν ιστό στα δίχτυα του οποίου πέφτουν οι ίδιοι, είτε διότι θέλουν να αποδράσουν από τη μικρή τους πόλη  αλλά δεν ξέρουν προς ποια κατεύθυνση  είτε διότι θέλουν να μείνουν εντός, εκτός και επί τα αυτά.
Οι άντρες στο Κλειστόν λόγω μελαγχολίας ζουν στη δική τους κοινωνία και επικοινωνούν μεταξύ τους με έναν δικό τους κώδικα. Υπάρχουν άντρες που τους ενδιαφέρει η τιμή τους και η οικογένειά τους και υπάρχουν άντρες που με το χρήμα τους διαφθείρουν οικογένειες. Υπάρχουν άντρες που κοιτάνε συνέχεια τη γυναίκα του άλλου και που πλασάρουν έρωτα και υπάρχουν άντρες καλοί, αυθεντικοί και ντόμπροι. Μια ημέρα, στο καφενείο της πόλης, ενώ συζητούν ο Παντελής, ιδιοκτήτης του καφενείου «Η ωραία Κατερίνη», και ο Μήτσος, γιος του Μιλτιάδη και ανιψιός του Παντελή, αναρωτιούνται αν οι οικογένειές τους είναι «για να τις κλαίνε οι ρέγγες ή αν είναι κατάλληλες για μια μεγάλη τραγωδία», ενώ ο μικρός ορίζοντας του μέλλοντος του Μήτσου εστιάζεται σε δύο απλά πράγματα: πώς θα γίνει γκαρσόνι στου θείου του τού Παντελή και πώς θα παντρευτεί την πανέμορφη Ασπασία.
Οι γυναίκες στο Κλειστόν λόγω μελαγχολίας είναι τα αφεντικά στα σπίτια τους και προσπαθούν να είναι τέλειες σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού. Εκείνες που τις ενδιαφέρει μοναχά η κρεβατοκάμαρα κοιτάνε να αφήνουν την πόρτα της ανοιχτή όχι μόνο για τους άντρες τους αλλά και για τους εραστές και για τους μουσαφίρηδες. Φυσικά υπάρχουν και οι καλές, ευαίσθητες και τρυφερές γυναίκες, με την προσοχή στραμμένη στα σπίτια τους και στα παιδιά τους. Τούτες οι γυναίκες είναι και οι πιο γοητευτικές.
Οι οικογένειες του Κώστα Μουρσελά εξαγοράζουν με κάθε τρόπο τα μυστικά τους, τη σιωπή τους και τις ενοχές τους. Τα ζευγάρια παντρεύονται από προξενιά και ζούνε με συμβιβασμούς, ανίκανα να ανοίξουν μεταξύ τους ή με τον έξω κόσμο πραγματικά κανάλια επικοινωνίας. Φαίνονται να ζουν σε μια συνεχή απόδραση που δεν πραγματώνεται και που, εγκλωβισμένα στον ασφυκτικό επαρχιακό κλοιό της μικρής κλειστής πόλης τους, πάσχουν από ανία, ακυρώνοντας την ίδια τους τη ζωή.
Τελικά ένας θάνατος, με τη συνεπακόλουθη κηδεία, φέρνει κοντά όλους τους ήρωες του μυθιστορήματος. Εδώ συμπίπτουν οι ματιές και επαναδιακόπτονται ή αναπροσαρμόζονται φιλίες και σχέσεις, ενώ ο χώρος του νεκροταφείου κάνει τους μεν να συγχωρούν τους δε. Κλειστόν δε λόγω μελαγχολίας, εξαιτίας της κηδείας, είναι το καφενείο «Η ωραία Κατερίνη».
Τα κεφάλαια-σπόνδυλοι του μυθιστορήματος είναι δεμένα μεταξύ τους με γερούς αφηγηματικούς αρμούς και η μαστοριά του Μουρσελά τα κάνει να διαβάζονται με μεγάλη απόλαυση. Στο Κλειστόν λόγω μελαγχολίας αποτυπώνεται η κοινωνία της επαρχίας της σημερινής Ελλάδας, μιας επαρχίας που δυστυχώς δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από τη μικρή μας πρωτεύουσα. Ασφαλώς και πρόκειται για μερικές από τις καλύτερες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής μυθιστοριογραφίας.

Ντίνος Σιώτης
ΤΟ ΒΗΜΑ, 05-12-1999

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΕΒΟΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΑΠΟΨΗ