ΦΤΩΧΗ ΜΟΥ ΓΕΙΤΟΝΙΑ
Σκέφτηκα να γράψω έτσι απλά και πολύ συμπυκνωμένα τη ζωή μας, εκεί που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στη φτωχή μας γειτονιά το Άγιο Πνεύμα.
Πιστεύω αυτός που θα τη διαβάσει, με τη φαντασία του να την απλώσει να τη μεγαλώσει και να την παρομοιάσει με τη δικές του ιστορίες, συνδυάζοντας ηλικία εποχές και καταστάσεις, στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Το Άγιο Πνεύμα το ύψωμα στη γειτονιά μας ήταν η παιδική μας χαρά. Η αετοφωλιά μας. Εκεί πετούσαμε τους αετούς μας συναγωνιζόμενοι ποιος θα τον στείλει πιο ψηλά. Καθόμασταν με τις ώρες πάνω στο ύψωμα μέσα στο κρύο μέχρι τα μεσάνυχτα. Η χαρά μας, όταν μαζεύαμε καλάμια από τη θέση Ρεπανά και οικονομούσαμε κάποια εφημερίδα να κάνουμε τον αετό, είναι αδύνατο να σας την περιγράψω.
Φθάναμε στο σημείο, όταν φυσούσε δυνατός αέρας, να τους αφήνουμε σκόπιμα να φεύγουν από τα χέρια μας και πολλές φορές έφθαναν μέχρι το Χειμερινό. Εκεί κοντά υπήρχε ένα ξεροπήγαδο αφύλαχτο, όπου έπεσα μέσα μια φορά, προσπαθώντας να σηκώσω τον αετό μου. Από εκεί ψηλά χαιρετούσε ο μακαρίτης Κώστας Δραγώνας τη Σουλτάνα του Γκάγκα, που την αγαπούσε. Τίναζε το σακάκι του από τις σκόνες.
Εκεί στο Άγιο Πνεύμα υπάρχει η πέτρα που η παράδοση λέει ότι την κατέβαζαν οι Τούρκοι στο ποτάμι και αυτή ξαναγύριζε. Δεν ξέρω περισσότερα.
Εκεί πάνω είχαμε τα αλώνια μας και αλωνίζαμε τα σπαρτά μας. Από τη νύχτα άκουγες φωνές ανθρώπων και ζώων. Ξεκινούσε ένα ολόκληρο πανηγύρι. Ακόμα και τραγούδια λέγαμε να τονωθεί το κουράγιο μας. Πιο κάτω είναι η περιοχή Χοτζάδικα.
Είναι μια ευλογημένη περιοχή. Η εξοχή της σε μαγεύει και θέλεις κάθε μέρα μα είσαι κοντά της.
Εκεί γίνονταν τα καλύτερα μποστάνια. Όταν ωρίμαζαν τα πεπόνια, μοσχοβολούσε ο τόπος σε μεγάλη απόσταση. Εκεί στριφογύριζαν τα κοπάδια από μικρά και μεγάλα ζώα, για να χορτάσουν και να προσφέρουν το ωραίο τους ντόπιο γάλα, που το πίναμε όταν βοηθούσαμε στο άρμεγμα. Υπήρχε μια μεγάλη αλατίστρα στου Ντουντούς το πηγάδι, που όταν πλησίαζαν τα πρόβατα να αλατιστούν, σηκώνονταν ένας μεγάλος κουρνιαχτός από σκόνη, απ' το τρέξιμο τους και βούιζε ο τόπο από τα βελάσματα και τα κουδούνια τους. Στο ποτάμι Λιμπίνι μάθαμε να κολυμπάμε και αρκετές φορέ κινδυνέψαμε να πνιγούμε.
Εκεί θα έβλεπες και τις κόρες των τσελιγγάδων που βοηθούσαν τους γονείς τους, σαν αμαζόνες, με την γκλίτσα το ταγάρι και το μαλιότο στον ώμο, με εκείνη την ανεμελιά, έτοιμες σ' όλες τις καιρικές συνθήκες, απονήρευτες, να κάνουμε παρέα με αλληλοεκτίμηση και σεβασμό. Όλα μιλούσαν από μόνα τους. Το πράσινο χορτάρι, τα' αγριολούλουδα με τα πολλά χρώματα και τη μυρωδιά τους, τα πουλιά που σιγο- ντάριζαν κι αυτά εκείνη τη μουρμούρα της φύσης με το κελάηδημά τους. Υπήρχε ζωντάνια μεγάλη λες και ήταν παραγγελία για τα δικά μας χρόνια.
Μια μέρα που βοσκούσα τα βόδια, εκεί στου Βενέτη το πηγάδι, μου ήρθε ένας χρωματιστός αετός. Φαίνεται θα ήταν από ευκατάστατη οικογένεια, που είχε φύγει από την περιοχή του Γυμνασίου. Νόμιζα πως μου τον είχε στείλει ο Θεός. Τη χαρά μου αφήνω σε σας να την φανταστείτε. Τον έκρυψα και είχε γίνει δικός μου. Φούσκωνα από υπερηφάνεια, γιατί ο αετός μου ήταν ο καλύτερος. Ήταν Σάββατο βραδάκι. Ένας βοσκός που ήταν από το Δρυόβουνο, που ήταν η παραγωγή των βοσκών, πέρασε από το δρόμο με το άλογό του καβάλα, φορτωμένος με ψώνια στο δισάκι του να τα πάει στην οικογένειά του. Όμως, μια σακούλα με άσπρα ζαχαράτα, τον έπεσε και τα βρήκα εγώ. Ήταν κι αυτή μια μεγάλη χαρά για κείνη την εποχή, που με κανένα τρόπο με θα μπορούσαμε να αποκτήσουμε τόσες πολλές καραμέλες. Αν υπήρχε τρόπος, θα τις δίναμε πίσω, γιατί αισθανθήκαμε τη μεγάλη λύπη που δοκίμασαν τα παιδιά του βοσκού, όταν διαπίστωσαν πως χάθηκαν οι καραμέλες τους.
Αρχίζαμε να μεγαλώνουμε και έπρεπε να βρούμε μεροκάματα για να ενισχύσουμε τα οικονομικά της οικογένειας μας. Γίναμε μια καλή παρέα και τρέχαμε στις δουλειές, όπου βρίσκαμε. Σκάβαμε τα αμπέλια και στα χωριά ακόμα, και δε θα ξεχάσω τις ωραίες πίτες που μας έκανε στη Λευκοθέα η κ. του Βασίλη Αδαμόπουλου. Δουλεύαμε στα κανάλια του κάμπου, στα τουβλάδικα και στα ασβεστοκάμινο, κάτω στη γέφυρα του Λιμπινιού και στην Πλατανιά των αδελφών Βασιλείου και Κυριαζή Αδαμόπουλου. Συντροφιά είχα για πολύ καιρό τον μακαρίτη Θόδωρο Δραγώνα, που βράζαμε φασουλάδα έξω στην ύπαιθρο, κοντά στα καμίνια. Είχε φυτρώσει στο στομάχι μας φασουλάδα. Δουλεύαμε στα χαντάκια στο δημόσιο δρόμο μέχρι το Τσοτύλι. Δουλεύαμε στο εργοστάσιο κεραμοποιίας του Κόκαλη και ήμασταν καλοί να κουβαλάμε τελάρα. Πώς να ξεχάσουμε το φυτώριο που ήταν τότε στις δόξες του. Δούλευε αρκετός κόσμος και έβρισκαν οι έμποροι ευχέρεια, παρακινώντας τους να ψωνίζουν βερεσέ με τεφτέρια, γιατί είχαν αποκτήσει εμπιστοσύνη και δεν θα έχαναν τα λεφτά τους. Υπήρχαν στο φυτώριο, εκτός από τον εμβολιασμό των δέντρων και άλλα πειράματα φυτών. Υπήρχαν βαρβάτα ζώα, μεγάλα δαμάλια και άλογα για να αναπαράγουν και να βελτιώνουν τη ράτσα από τα ζώα τους οι γεωργοί μας.
Εργοδότες τότε ήταν και οι φορτηγατζήδες Παπασεραφείμ, Μήτσαλης και άλλοι, που τους φορτώναμε χαλίκι, άμμο και πέτρες, για να προμηθεύσουν με υλικά τις οικοδομικές εργασίες. Υπήρχε και ο τενεκές να τον ανεβάζουμε γεμάτο μπετόν όσο ύψος κι αν είχε η οικοδομή που γινόταν. Μαζεύαμε παλιόξυλα από τα δάση της Στέρνας για να τροφοδοτούμε τα καμίνια, με φορτηγατζή τον Τάκη (Μπατάκη) που πάντα μας άρεσε να απολαμβάνουμε τις μυρωδιές του αυτοκινήτου και να είμαστε όρθιοι στο φτερό. Όταν μια φορά έσπασε το ακραξόνιο του αυτοκινήτου, έκατσα φύλακας εκεί κοντά στον Αηλιά της Στέρνας δύο μερόνυχτα, περιμένοντας να έρθει ο Τάκης, να το φτιάξουμε. Με άρεσε που θα συμμετείχα στην επισκευή του. Φορτηγατζήδες υπήρχαν κι άλλοι. Όπως ο Αργύρης Παπανώτας, ο Τάκης Γκατσώνης που έκανα βοηθός μαζί του για αρκετό διάστημα και στην περίοδο του εμφυλίου, που όταν ερχόμασταν μια μέρα από τη Θεσσαλονίκη γεμάτοι τσιμέντα και μπροστά μας ήταν ο Παπανώτας, πάτησε νάρκη, μπροστά στα μάτια μας, ανατινάχτηκε , αναποδογύρισε το αυτοκίνητα στη διακλάδωση Απιδέας και υπήρχαν πολλοί τραυματίες, μεταξύ αυτών και ο Τάκης Παντόπικος. Πώς να ξεχάσω το Μιχάλη Παπαδόπουλο που δούλεψα μαζί του και πήρα τα πρώτα ένσημα μου σαν επαγγελματίας οδηγός. Τον είχα σα πατέρα μου που διδάχτηκα πάρα πολλά πράγματα, που τα συνάντησα σ' όλη τη σταδιοδρομία μου. Ο Μιχάλης ήταν καλός οικογενειάρχης. Κουρασμένος άνθρωπος, καλό παλικάρι κι εγώ προσπαθούσα να τον βοηθάω στα ταξίδια που κάναμε, για να μην κοιμηθεί, να τον σκουντάω όταν βασίλευαν τα μάτια του , να τον παίζω φλογέρα, φυσαρμόνικα και να τον τραγουδάω ακόμα. Μια φορά κατεβαίναμε τα μεσάνυχτα από τη Ζούζουλη προς Επταχώρι, όπου κουβαλούσαμε ξύλα από το Ρωμιό, αποκοιμηθήκαμε και οι δυο, όταν για μια στιγμή ο Μιχάλης φρενάρει απότομα και σταματήσαμε. Μου λέγει, Βασίλη κατέβα κάτω, πατήσαμε έναν άνθρωπο. Όταν κατέβηκα, δεν υπήρχε άνθρωπος που να τον έχει πατήσει. Είχε ονειρευτεί, και αυτό μας βγήκε σε καλό, γιατί αν τουμπάραμε σε εκείνο το μέρος, θα μας μάζευαν με τα κουτάλια.
Η αφετηρία που ξεκίνησα να γράφω, είναι η φτωχή μου γειτονιά, που με πόνο ψυχής για την ερημιά της, εκφράζω την αγάπη μου για τις ατέλειωτες αναμνήσεις που μου έχει χαρίσει. Εκεί μας είχε τάξει η παράδοση να χαιρόμαστε τις γιορτές, να λέμε τον Άγιο Βασίλη με στολισμένα καράβια, να λέμε τα κόλιαντα με τις τσομπανίκες μας, χτυπώντας με μανία τις μεγάλες αυλόπορτες της εποχής εκείνης.
Εκεί σηκώναμε τα αερόστατα μας τη μέρα αλλά και τη νύχτα και ήταν πολύ θεαματικά. Εκεί τις Αποκριές στήναμε τις κλαδαριές, που ήταν οι μεγαλύτερες στη Νεάπολη και τις ανάβαμε πάντα τελευταίοι γύρω στα μεσάνυχτα. Μας επισκέπτονταν μπουλούκια κόσμου από όλη τη Νεάπολη, για να απολαύσουν το γεγονός με εκείνα τα τραγούδια που σόκαραν λιγάκι, αλλά δεν τα παρεξηγούσαν, γιατί το καλούσε η μέρα. Εκεί ρίχναμε στα κάρβουνα, σακίδια γεμάτα από σφαίρες, για να σκάσουν όταν έφευγε ο κόσμος και να δημιουργήσουμε πανικό και φόβο. Είχα ένα γείτονα και φίλο, που όταν γυρνούσαμε από το σχολείο και δεν έβρισκε τη μάνα του στο σπίτι, έπιανε την κατσίκα από το αυτί, το έσφιγγε λίγο και έλεγε" κατσίκα που είναι η μάνα μου;" Και εκείνη από τον πόνο έκανε μπεκεκέεεε, κι αυτός απαντούσε ά στο μπαξέ; και πήγαινε πράγματι και την έβρισκε εκεί. Από τότε αστειευόμενοι όταν τον βλέπαμε τον φωνάζαμε : Κατσίκα που είναι η μάνα μου; Αλλά ποτέ δεν παρεξηγιόταν και το καλαμπούριζε μαζί μας. Τώρα είναι μακαρίτης και η αναφορά που κάνω στο πρόσωπο του, είναι ένα κερί να αναπαύεται η ψυχή του.
Ήταν υπέροχη και ζεστή η φτωχή μου γειτονιά. Εκεί ήλιαζαν και χτένιζαν τα βόδια τους οι γεωργοί και έκαναν μπάλες με τις τρίχες τους. Εκεί λεγόταν οι περισσότερες καντάδες. Εκεί ξεγελούσαμε το βράδυ τα κοκόρια να αρχίσουν να φωνάζουν μιμούμενοι τη φωνή τους, λες και είχε ξημερώσει.
Η εκκλησία του Αγίου Πνεύματος που ανακαινίστηκε με την οικονομική συμμετοχή του κόσμου και με τη φροντίδα των σεβαστών μας ιερέων, δέχεται κάθε χρόνο πολύ κόσμο στο πανηγύρι της Νεάπολης, που το ομορφαίνουν με την παρουσία τους τα χορευτικά συγκροτήματα, και αξίζουν συγχαρητήρια στους διοργανωτές τους.
ΚΟΤΖΑΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
http://lyk-neapol.koz.sch.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΣΕΒΟΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΑΠΟΨΗ