Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

ΦΤΩΧΗ ΜΟΥ ΓΕΙΤΟΝΙΑ (ΑΓ. ΠΝΕΥΜΑ ΝΕΑΠΟΛΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ)

ΦΤΩΧΗ ΜΟΥ ΓΕΙΤΟΝΙΑ
Σκέφτηκα να γράψω έτσι απλά και πολύ συμπυκνωμένα τη ζωή μας, εκεί που γεννηθήκαμε και μεγαλώ­σαμε στη φτωχή μας γειτονιά το Άγιο Πνεύμα.
Πιστεύω αυτός που θα τη διαβάσει, με τη φαντασία του να την απλώσει να τη μεγαλώσει και να την παρομοιάσει με τη δικές του ι­στορίες, συνδυάζοντας ηλικία επο­χές και καταστάσεις, στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Το Άγιο Πνεύμα το ύψωμα στη γειτονιά μας ήταν η παιδική μας χα­ρά. Η αετοφωλιά μας. Εκεί πετούσα­με τους αετούς μας συναγωνιζόμε­νοι ποιος θα τον στείλει πιο ψηλά. Καθόμασταν με τις ώρες πάνω στο ύψωμα μέσα στο κρύο μέχρι τα με­σάνυχτα. Η χαρά μας, όταν μαζεύα­με καλάμια από τη θέση Ρεπανά και οικονομούσαμε κάποια εφημερίδα να κάνουμε τον αετό, είναι αδύνα­το να σας την περιγράψω.
Φθάναμε στο σημείο, όταν φυσούσε δυνατός αέρας, να τους αφήνουμε σκόπιμα να φεύγουν από τα χέρια μας και πολλές φορές έφθαναν μέχρι το Χει­μερινό. Εκεί κοντά υπήρχε ένα ξε­ροπήγαδο αφύλαχτο, όπου έπεσα μέσα μια φορά, προσπαθώντας να σηκώσω τον αετό μου. Από εκεί ψη­λά χαιρετούσε ο μακαρίτης Κώστας Δραγώνας τη Σουλτάνα του Γκάγκα, που την αγαπούσε. Τίναζε το σακάκι του από τις σκόνες.
Εκεί στο Άγιο Πνεύμα υπάρχει η πέτρα που η παράδοση λέει ότι την κατέβαζαν οι Τούρκοι στο ποτάμι και αυτή ξαναγύριζε. Δεν ξέρω περισ­σότερα.

Εκεί πάνω είχαμε τα αλώνια μας και αλωνίζαμε τα σπαρτά μας. Από τη νύχτα άκουγες φωνές ανθρώπων και ζώων. Ξεκινούσε ένα ολόκληρο πανηγύρι. Ακόμα και τραγούδια λέ­γαμε να τονωθεί το κουράγιο μας. Πιο κάτω είναι η περιοχή Χοτζάδικα.
Είναι μια ευλογημένη περιοχή. Η ε­ξοχή της σε μαγεύει και θέλεις κάθε μέρα μα είσαι κοντά της.
Εκεί γίνονταν τα καλύτερα μπο­στάνια. Όταν ωρίμαζαν τα πεπόνια, μοσχοβολούσε ο τόπος σε μεγάλη απόσταση. Εκεί στριφογύριζαν τα κο­πάδια από μικρά και μεγάλα ζώα, για να χορτάσουν και να προσφέρουν το ωραίο τους ντόπιο γάλα, που το πίναμε όταν βοηθούσαμε στο άρμεγμα. Υπήρχε μια μεγάλη αλατίστρα στου Ντουντούς το πηγάδι, που ό­ταν πλησίαζαν τα πρόβατα να αλα­τιστούν, σηκώνονταν ένας μεγάλος κουρνιαχτός από σκόνη, απ' το τρέ­ξιμο τους και βούιζε ο τόπο από τα βελάσματα και τα κουδούνια τους. Στο ποτάμι Λιμπίνι μάθαμε να κολυ­μπάμε και αρκετές φορέ κινδυνέψα­με να πνιγούμε.

Εκεί θα έβλεπες και τις κόρες των τσελιγγάδων που βοηθούσαν τους γονείς τους, σαν αμαζόνες, με την γκλίτσα το ταγάρι και το μαλιότο στον ώμο, με εκείνη την ανεμελιά, έτοιμες σ' όλες τις καιρικές συνθή­κες, απονήρευτες, να κάνουμε πα­ρέα με αλληλοεκτίμηση και σεβα­σμό. Όλα μιλούσαν από μόνα τους. Το πράσινο χορτάρι, τα' αγριολού­λουδα με τα πολλά χρώματα και τη μυρωδιά τους, τα πουλιά που σιγο- ντάριζαν κι αυτά εκείνη τη μουρμού­ρα της φύσης με το κελάηδημά τους. Υπήρχε ζωντάνια μεγάλη λες και ήταν παραγγελία για τα δικά μας χρόνια.
Μια μέρα που βοσκούσα τα βό­δια, εκεί στου Βενέτη το πηγάδι, μου ήρθε ένας χρωματιστός αετός. Φαί­νεται θα ήταν από ευκατάστατη οι­κογένεια, που είχε φύγει από την πε­ριοχή του Γυμνασίου. Νόμιζα πως μου τον είχε στείλει ο Θεός. Τη χα­ρά μου αφήνω σε σας να την φα­νταστείτε. Τον έκρυψα και είχε γίνει δικός μου. Φούσκωνα από υπερηφά­νεια, γιατί ο αετός μου ήταν ο καλύ­τερος. Ήταν Σάββατο βραδάκι. Έ­νας βοσκός που ήταν από το Δρυόβουνο, που ήταν η παραγωγή των βοσκών, πέρασε από το δρόμο με το άλογό του καβάλα, φορτωμένος με ψώνια στο δισάκι του να τα πάει στην οικογένειά του. Όμως, μια σα­κούλα με άσπρα ζαχαράτα, τον έπε­σε και τα βρήκα εγώ. Ήταν κι αυτή μια μεγάλη χαρά για κείνη την επο­χή, που με κανένα τρόπο με θα μπο­ρούσαμε να αποκτήσουμε τόσες πολλές καραμέλες. Αν υπήρχε τρό­πος, θα τις δίναμε πίσω, γιατί αισθαν­θήκαμε τη μεγάλη λύπη που δοκί­μασαν τα παιδιά του βοσκού, όταν διαπίστωσαν πως χάθηκαν οι καρα­μέλες τους.

Αρχίζαμε να μεγαλώνουμε και έ­πρεπε να βρούμε μεροκάματα για να ενισχύσουμε τα οικονομικά της οι­κογένειας μας. Γίναμε μια καλή πα­ρέα και τρέχαμε στις δουλειές, όπου βρίσκαμε. Σκάβαμε τα αμπέλια και στα χωριά ακόμα, και δε θα ξεχάσω τις ωραίες πίτες που μας έκανε στη Λευκοθέα η κ. του Βασίλη Αδαμό­πουλου. Δουλεύαμε στα κανάλια του κάμπου, στα τουβλάδικα και στα ασβεστοκάμινο, κάτω στη γέφυρα του Λιμπινιού και στην Πλατανιά των αδελφών Βασιλείου και Κυριαζή Α­δαμόπουλου. Συντροφιά είχα για πολύ καιρό τον μακαρίτη Θόδωρο Δραγώνα, που βράζαμε φασουλάδα έξω στην ύπαιθρο, κοντά στα καμί­νια. Είχε φυτρώσει στο στομάχι μας φασουλάδα. Δουλεύαμε στα χαντά­κια στο δημόσιο δρόμο μέχρι το Τσοτύλι. Δουλεύαμε στο εργοστάσιο κεραμοποιίας του Κόκαλη και ήμασταν καλοί να κουβαλάμε τελάρα. Πώς να ξεχάσουμε το φυτώριο που ήταν τό­τε στις δόξες του. Δούλευε αρκετός κόσμος και έβρισκαν οι έμποροι ευ­χέρεια, παρακινώντας τους να ψω­νίζουν βερεσέ με τεφτέρια, γιατί εί­χαν αποκτήσει εμπιστοσύνη και δεν θα έχαναν τα λεφτά τους. Υπήρχαν στο φυτώριο, εκτός από τον εμβο­λιασμό των δέντρων και άλλα πει­ράματα φυτών. Υπήρχαν βαρβάτα ζώα, μεγάλα δαμάλια και άλογα για να αναπαράγουν και να βελτιώνουν τη ράτσα από τα ζώα τους οι γεωρ­γοί μας.
Εργοδότες τότε ήταν και οι φορ­τηγατζήδες Παπασεραφείμ, Μήτσαλης και άλλοι, που τους φορτώναμε χαλίκι, άμμο και πέτρες, για να προ­μηθεύσουν με υλικά τις οικοδομικές εργασίες. Υπήρχε και ο τενεκές να τον ανεβάζουμε γεμάτο μπετόν ό­σο ύψος κι αν είχε η οικοδομή που γινόταν. Μαζεύαμε παλιόξυλα από τα δάση της Στέρνας για να τροφο­δοτούμε τα καμίνια, με φορτηγατζή τον Τάκη (Μπατάκη) που πάντα μας άρεσε να απολαμβάνουμε τις μυρω­διές του αυτοκινήτου και να είμαστε όρθιοι στο φτερό. Όταν μια φορά έ­σπασε το ακραξόνιο του αυτοκινή­του, έκατσα φύλακας εκεί κοντά στον Αηλιά της Στέρνας δύο μερό­νυχτα, περιμένοντας να έρθει ο Τά­κης, να το φτιάξουμε. Με άρεσε που θα συμμετείχα στην επισκευή του. Φορτηγατζήδες υπήρχαν κι άλλοι. Όπως ο Αργύρης Παπανώτας, ο Τά­κης Γκατσώνης που έκανα βοηθός μαζί του για αρκετό διάστημα και στην περίοδο του εμφυλίου, που ό­ταν ερχόμασταν μια μέρα από τη Θεσσαλονίκη γεμάτοι τσιμέντα και μπροστά μας ήταν ο Παπανώτας, πά­τησε νάρκη, μπροστά στα μάτια μας, ανατινάχτηκε , αναποδογύρισε το αυτοκίνητα στη διακλάδωση Απιδέας και υπήρχαν πολλοί τραυματίες, μεταξύ αυτών και ο Τάκης Παντόπικος. Πώς να ξεχάσω το Μιχάλη Πα­παδόπουλο που δούλεψα μαζί του και πήρα τα πρώτα ένσημα μου σαν επαγγελματίας οδηγός. Τον είχα σα πατέρα μου που διδάχτηκα πάρα πολλά πράγματα, που τα συνάντη­σα σ' όλη τη σταδιοδρομία μου. Ο Μιχάλης ήταν καλός οικογενειάρ­χης. Κουρασμένος άνθρωπος, καλό παλικάρι κι εγώ προσπαθούσα να τον βοηθάω στα ταξίδια που κάναμε, για να μην κοιμηθεί, να τον σκουντάω όταν βασίλευαν τα μάτια του , να τον παίζω φλογέρα, φυσαρμόνικα και να τον τραγουδάω ακόμα. Μια φορά κατεβαίναμε τα μεσάνυχτα α­πό τη Ζούζουλη προς Επταχώρι, ό­που κουβαλούσαμε ξύλα από το Ρω­μιό, αποκοιμηθήκαμε και οι δυο, ό­ταν για μια στιγμή ο Μιχάλης φρε­νάρει απότομα και σταματήσαμε. Μου λέγει, Βασίλη κατέβα κάτω, πα­τήσαμε έναν άνθρωπο. Όταν κατέ­βηκα, δεν υπήρχε άνθρωπος που να τον έχει πατήσει. Είχε ονειρευτεί, και αυτό μας βγήκε σε καλό, γιατί αν τουμπάραμε σε εκείνο το μέρος, θα μας μάζευαν με τα κουτάλια.

Η αφετηρία που ξεκίνησα να γρά­φω, είναι η φτωχή μου γειτονιά, που με πόνο ψυχής για την ερημιά της, εκφράζω την αγάπη μου για τις ατέ­λειωτες αναμνήσεις που μου έχει χαρίσει. Εκεί μας είχε τάξει η παρά­δοση να χαιρόμαστε τις γιορτές, να λέμε τον Άγιο Βασίλη με στολισμέ­να καράβια, να λέμε τα κόλιαντα με τις τσομπανίκες μας, χτυπώντας με μανία τις μεγάλες αυλόπορτες της εποχής εκείνης. 
Εκεί σηκώναμε τα αερόστατα μας τη μέρα αλλά και τη νύχτα και ήταν πολύ θεαματικά. Εκεί τις Αποκριές στήναμε τις κλαδαριές, που ήταν οι μεγαλύτερες στη Νεάπολη και τις ανάβαμε πάντα τε­λευταίοι γύρω στα μεσάνυχτα. Μας επισκέπτονταν μπουλούκια κόσμου από όλη τη Νεάπολη, για να απο­λαύσουν το γεγονός με εκείνα τα τραγούδια που σόκαραν λιγάκι, αλ­λά δεν τα παρεξηγούσαν, γιατί το καλούσε η μέρα. Εκεί ρίχναμε στα κάρβουνα, σακίδια γεμάτα από σφαί­ρες, για να σκάσουν όταν έφευγε ο κόσμος και να δημιουργήσουμε πα­νικό και φόβο. Είχα ένα γείτονα και φίλο, που όταν γυρνούσαμε από το σχολείο και δεν έβρισκε τη μάνα του στο σπίτι, έπιανε την κατσίκα από το αυτί, το έσφιγγε λίγο και έλεγε" κα­τσίκα που είναι η μάνα μου;" Και ε­κείνη από τον πόνο έκανε μπεκεκέεεε, κι αυτός απαντούσε ά στο μπα­ξέ; και πήγαινε πράγματι και την έ­βρισκε εκεί. Από τότε αστειευόμενοι όταν τον βλέπαμε τον φωνάζαμε : Κατσίκα που είναι η μάνα μου; Αλ­λά ποτέ δεν παρεξηγιόταν και το καλαμπούριζε μαζί μας. Τώρα είναι μα­καρίτης και η αναφορά που κάνω στο πρόσωπο του, είναι ένα κερί να α­ναπαύεται η ψυχή του.
Ήταν υπέροχη και ζεστή η φτω­χή μου γειτονιά. Εκεί ήλιαζαν και χτέ­νιζαν τα βόδια τους οι γεωργοί και έκαναν μπάλες με τις τρίχες τους. Εκεί λεγόταν οι περισσότερες καντά­δες. Εκεί ξεγελούσαμε το βράδυ τα κοκόρια να αρχίσουν να φωνάζουν μιμούμενοι τη φωνή τους, λες και είχε ξημερώσει.
Η εκκλησία του Αγίου Πνεύματος που ανακαινίστηκε με την οικονομι­κή συμμετοχή του κόσμου και με τη φροντίδα των σεβαστών μας ιερέ­ων, δέχεται κάθε χρόνο πολύ κόσμο στο πανηγύρι της Νεάπολης, που το ομορφαίνουν με την παρουσία τους τα χορευτικά συγκροτήματα, και α­ξίζουν συγχαρητήρια στους διοργα­νωτές τους.
ΚΟΤΖΑΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
http://lyk-neapol.koz.sch.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΕΒΟΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΑΠΟΨΗ