Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Πεντάλοφος Βοΐου και τουριστική ανάπτυξη

 Τα ξεχασµένα συγκριτικά πλεονεκτήµατα της περιοχής µας
Κείμενα - φωτο: Γιώργος Τσαρτσιανίδης
www.pspentalofos.gr
 
Από τη δεκαετία του 50 και µετά σταδιακά και σταθερά άρχισε να εξαφανίζεται η γραφική Ελλάδα και το ελληνικό τοπίο άφησε τη θέση του στον άναρχο εκσυγχρονισµό.
 Θυσιάσαµε στο βωµό της τουριστικής ανάπτυξης την αισθητική και το χρώµα της φύσης, αλλά και την ιστορία των προγόνων µας. Φτάσαµε στο σήµερα που πλέον δεν έχει µείνει σχεδόν τίποτα που να µας θυµίζει την παλιά Ελλάδα και να θεωρούµε «τυχερό» κάποιο χωριό που δεν πέρασε από πάνω του ο εκσυγχρονισµός, που δεν πέρασε από πάνω του ο χρόνος. Βέβαια σε αυτό βοήθησε και το γεγονός ότι το ένα µεγάλο κοµµάτι του πληθυσµού σε κάποιες περιοχές µετακινήθηκε- µετανάστευσε, εντός και εκτός Ελλάδος.

Τέτοια µέρη υπάρχουν, ευτυχώς, αρκετά στην περιοχή του Βοΐου µε αντιπροσωπευτικό δείγµα τον Πεντάλοφο. Χωριό που θεωρώ πως στάθηκε τυχερό µε το πέρασµα του χρόνου και δεν αλλοιώθηκε και παρέµεινε πιστό στο χρώµα και την αρχιτεκτονική του. Πολλά κτίσµατα επιδιορθώθηκαν για να γίνουν λειτουργικά και κατοικήσιµα αλλά στο ύφος που τους ταίριαζε, για να µπορούν να ενταχθούν ξανά στο φυσικό τοπίο. Η φύση γύρω του έτσι και αλλιώς περισσεύει και έχει την δύναµη να καλύψει αρκετές κατασκευαστικές ατέλειες και υπερβολές. Την περιοχή αυτή τα τελευταία χρόνια βοηθούσε οικονοµικά, ο δρόµος που οδηγεί προς τα Γιάννενα, όπου πολλοί οδηγοί φορτηγών και όχι µόνο περνούσαν καθηµερινά τις δύσκολες αυτές στροφές µε την κατεύθυνση που προανέφερα και µε αρκετά σηµαντικό όφελος για τον τόπο αυτό. Από τη στιγµή που άρχισε να λειτουργεί η Εγνατία κανείς δεν χρησιµοποιεί πλέον το δρόµο αυτό όπως είναι φυσικό, κανείς δε θέλει να κάνει περισσότερα και δυσκολότερα χιλιόµετρα. Τώρα λοιπόν που ηρέµησαν οι δρόµοι και οι πλαγιές, ενδεχοµένως να µειωθεί ακόµη περισσότερο ο πληθυσµός της περιοχής και όσοι νέοι έµειναν να ψάξουν στα κοντινά -και όχι µόνο - αστικά κέντρα, τον τρόπο για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην.
Η ουσία του θέµατος για µένα είναι, πως ένα από τα ελάχιστα τέτοια µέρη µπορεί να αξιοποιηθεί ουσιαστικά και να γίνει προορισµός και πόλος έλξης για µεγάλο αριθµό επισκεπτών µε θετικές και µόνο απολαβές για όλη τη Δυτική Μακεδονία.
Φυσικά το να µπορέσουν χωριά σαν τον Πεντάλοφο να γίνουν πρότυπα χωριά δεν νοµίζω πως είναι θέµα των κατοίκων µόνο, αλλά γενικότερης σχεδίασης και υλοποίησης από την πλευρά του οργανωµένου µας κράτους. Τώρα φαντάζοµαι πως θα σκέφτονται πολλοί ότι το κράτος έχει τόσα να λύσει, ειδικά στις µέρες µας και το τελευταίο που θα το ενδιέφερε θα ήταν το πώς να βοηθήσει να αναπτυχθεί µια περιοχή και να γίνει ιδανικός προορισµός. Μπορεί όµως η ανάπτυξη που ψάχνουµε και ειδικά η «πράσινη» να βρίσκεται κάπου εκεί γύρω και να µην το βλέπουµε. Στην Ιταλία για παράδειγµα τέτοια µέρη αξιοποιούνται στο 100% και δηµιουργούνται επίγειοι παράδεισοι από το πουθενά, δίνοντας υπερβολικά µεγάλη αξία στην περιοχή και κάνοντας τον επισκέπτη να προγραµµατίζει ένα ταξίδι µόνο για να καταφέρει να δει από κοντά αντίστοιχες ή και υποδεέστερες περιοχές από τις δικές µας. Εκεί βλέπουν την ανάπτυξη και το όφελος, το προγραµµατίζουν το εντάσσουν και ενισχύουν τις προσπάθειες. Στην επαρχία Αρέτσο στην Τοσκάνη όπου γυρίστηκε η ταινία «η ζωή είναι ωραία» του Ροµπέρτο Μπενίνι, εκµεταλλευτήκαν στο έπακρο όλο αυτό το θέµα και κατάφεραν να φέρουν πλήθος τουριστών. Για να επιτευχθεί αυτό όµως κινητοποιηθήκαν όλοι, ώστε να µπορέσουν να υποδεχτούν τον κόσµο που έφτασε και συνεχίζει να φτάνει, µε έρεισµα µια ταινία και µόνο.
Εµείς ξεκινάµε από µια ταβέρνα και έναν ξενώνα και βλέπουµε αν θα µπορέσει από µόνο του να εξελίχθη, διαφορετικά θα πρέπει να υπάρχει κάποιο χιονοδροµικό πολύ κοντά, όπως την περίπτωση του Αγίου Αθανασίου στο Καϊµάκτσαλαν ή της Αράχοβας, των Καλαβρύτων και πολλών άλλων, που αν το δούµε ψυχρά δεν υπάρχει τίποτα συγκρίσιµο. Στα µέρη αυτά προσπαθούν να δηµιουργήσουν κάτι παραδοσιακό µε άκοµψο τρόπο αφού τους «έφαγε» ο πολιτισµός, από την άλλη εδώ υπάρχει ατόφια η παράδοση, κατά την γνώµη µου πάντα.
Ερχόµαστε στα χαρακτηριστικά της περιοχή του Πενταλόφου, σύµφωνα µε τα στοιχεία που πήραµε από την ιστοσελίδα του πολιτιστικού συλλόγου.
Στα όρια της Μακεδονίας µε την Ήπειρο σε απόσταση 90 χιλιοµέτρων από την Κοζάνη και 136 από τα Γιάννενα και σε υψόµετρο 1060 µ. βρίσκεται το χωριό Πεντάλοφος όπως ονοµάστηκε στα χρόνια του µεσοπολέµου το επί δύο αιώνες ακµαίο κεφαλοχώρι, Ζουµπάνι.
Από τον τρόπο διαµόρφωσης της γλώσσας στην οποία εµπεριέχονται πολλά αρχαϊκά στοιχεία και από σηµαντικό αριθµό αρχαιολογικών ευρηµάτων, γίνεται φανερό ότι στην περιοχή υπήρχε οικισµός από τα χρόνια των αρχαίων µακεδόνων και κατοικούνταν από ένα καθαρά ελληνικό φύλλο πιθανότατα δωρικής καταγωγής.
Ο νεώτερος οικισµός χρονολογείται από τα πρώτα µεταβυζαντινά χρόνια και προέκυψε από µετατόπιση ελληνικών φύλων που κατευθύνθηκαν προς τα ορεινά από τις πιέσεις των τούρκων και των αλβανών.
Το πρώτο χρονολογηµένο κτίριο, που είναι η εκκλησία του Αγίου Αχίλλειου (1742) που αποπερατώθηκε η αγιογράφηση το 1774, δείχνει ότι την εποχή αυτή το Ζουµπάνι είχε ήδη διαµορφώσει το σηµερινό πρόσωπο του, συγκεντρώνοντας µέσα του όλες τις πληθυσµιακές οµάδες που µετατοπίστηκαν από τους περιφερειακούς οικισµούς της Νικουρίνας, του Παλαιοχωρίου, της Καλογρίτσας του Τσέρου, του Παλιοκριµηνιού, της Φτέρης και του Ζάλτσιου.
Η Νικουρίνα φαίνεται να είναι ο πρώτος οικισµός που δηµιουργήθηκε καθώς οι µικροανασκαφές για την ανακατασκευή των ναών της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Δηµητρίου αποκάλυψαν έναν σηµαντικό αριθµό ταφών, δύο απ' τους οποίους είχαν µέσα τους και σκελετούς. Η εντυπωσιακή αρχιτεκτονική του Αγίου Αχιλλείου, η επιµεληµένη ιστόρηση των τοιχογραφιών και κυρίως το µοναδικής λεπτοµερειακής εργασίας, που φανερώνει ότι απαιτήθηκε πολύς χρόνος και χρήµα για την κατασκευή του ξυλόγλυπτου τέµπλου, δηλώνουν µια χαρακτηριστική ευπορία της περιοχής για τους χρόνους εκείνους, κάτι που δεν µπορεί να εξηγηθεί εύκολα καθώς η άγονη διαµόρφωση του τοπίου δεν επιτρέπει γεωργική ανάπτυξη. Τους µεταγενέστερους δε χρόνους ο κύριος όγκος των κατοίκων ασχολείται µε την λιθοκατασκευή σπιτιών, επάγγελµα που δεν έφερε µεγάλο πλούτο στους λειτουργούς του ώστε να τους επιτρέπει την επιδότηση λαµπρών δηµοσίων οικοδοµηµάτων.
Η τοπική αυτοδιοίκηση είχε από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ακόµα έναν ανεξάρτητο και έντονα τοπικό χαρακτήρα. Το βασικό όργανο αυτοδιοίκησης ήταν η Μουχταροδηµογεροντία που αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από Έλληνες που είχαν µια σηµαίνουσα θέση στην οικονοµική κυρίως ζωή της τοπικής κοινωνίας. Έλληνας κατά κανόνα ήταν και ο γιατρός του χωριού, ενώ όλες οι άλλες δηµόσιες υπηρεσίες, όπως η Μουδηρεία που αντιστοιχούσε στο σηµερινό ειρηνοδικείο, ο σταθµός χωροφυλακής, το τηλεγραφείο και το ταχυδροµείο λειτουργούσαν µε τουρκικό προσωπικό. Μετά την απελευθέρωση που ήλθε το 1912 η τοπική αυτοδιοίκηση πήρε τη σηµερινή της µορφή και αποτελείται από επταµελές εκλεγµένο απ' το λαό κοινοτικό συµβούλιο του οποίου ηγείται ο πρόεδρος της κοινότητας.
Σε απόσταση έξι χιλιοµέτρων απ΄ το χωρίο, µέσα σε µία κατάφυτη από οξιές και έλατα περιοχή βρίσκεται το Μοναστήρι της Αγίας Τριάδας. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1750 όταν κάποιος µοναχός Πανούργιας καταγόµενος από το Ζουµπάνι που ασκούνταν στη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους αποφάσισε να συνεχίσει τη µοναστική ζωή στη γενέτειρα του, χτίζοντας τη Μονή των Ταξιαρχών που είναι σήµερα γνωστή ως "Παλιοµανάστηρο".
Η κατασκευή της Μεγάλης Μονής, άρχισε το 1779 και ολοκληρώθηκε το 1797 µε τη συνδροµή όλων των γύρω χωριών που αριθµούν γύρω στα είκοσι, επί ηγουµένου Νεοφύτου, ενώ ο πρωτοµάστορας που εκτέλεσε το έργο ήταν ο Ζουµπανιώτης Γεώργιος Κούστας.
Η εσωτερική και εξωτερική µετανάστευση που έφερε η αστυφιλία του εικοστού αιώνα αποδεκάτισε µε γρήγορο ρυθµό τον πληθυσµό της πάλαι ποτέ κραταιής αυτής κωµόπολης. Απ' τους 2500 κατοίκους, συν τους 850 του Βυθού που αναφέρει το 1891 ο Αγακίδης, φτάνουµε στους 1500 το 1920, οι οποίοι αυξάνονται στους 1752 το 1940 κι από τότε αρχίζει η µόνιµη πτώση, που κατεβάζει τον πληθυσµό στους 1144 στην απογραφή του 1951, στους 981 στην απογραφή του 1961, για να φτάσουµε στον ισχνό απολογισµό του 2001, όπου το χωριό αριθµεί 651 κατοίκους, απ' τους οποίους οι αρκετοί είχαν έρθει απ' τα αστικά κέντρα, όπου διαµένουν για να απογραφούν στο χωριό για ενίσχυση του, ενώ άλλοι 70 περίπου απ' αυτούς, είναι οι αλβανικής καταγωγής, µαθητές του γυµνασίου που φιλοξενούνται στη Μαθητική Εστία.
Η έλλειψη σύγχρονων παραγωγικών έργων και ο περιορισµός των κατοίκων του χωριού σε µικροµεταπρατισµούς και υπηρεσίες, ήταν η κύρια αιτία φθοράς του πληθυσµού.
Τελευταία ίσως ευοίωνη προοπτική είναι το φράγµα της Πραµόριτσας, το οποίο µπορεί να αναζωογονήσει την περιοχή, όπως έγινε παλιότερα µε τη διάνοιξη του δρόµου και να αναστείλει για λίγο την ολοσχερή εξαφάνισή του και τη µετατροπή του σε θερινό τόπο διαµονής των ξενιτεμένων του κατοίκων.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΕΒΟΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΑΠΟΨΗ